Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Πολιτικές για την κλιματική αλλαγή και η ανάγκη για αλλαγή παραδείγματος

  • από

Αστέριος Τσιουμάνης*

Ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια έντονη περιβαλλοντική και κλιματική κρίση. Αν και οι συστηματικές περιβαλλοντικές ανησυχίες ήταν λιγότερο δημοφιλείς πριν από τη δημοσίευση της Σιωπηρής Άνοιξης (Silent Spring) της Carson το 1962, οι δεκαετίες από τότε μαρτυρούν μια στροφή. Παρά τη συγκεχυμένη πληροφόρηση του 21ου αιώνα, τώρα γνωρίζουμε, πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία, ότι βρισκόμαστε σε μια πορεία σύγκρουσης με τον φυσικό κόσμο, με την κλιματική κρίση να αποτελεί σημαντικό κομμάτι της.

Αυτό δεν αποτελεί είδηση. Πριν από 40 χρόνια, το 1979, πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη η Πρώτη Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα, συμφωνώντας στην αναγκαιότητα για δράση απέναντι στις νέες ανησυχητικές τάσεις της κλιματικής αλλαγής. 13 χρόνια αργότερα, η διεθνής ένωση επιστημόνων Union of Concerned Scientists δημοσίευσε μια προειδοποίησή προς την ανθρωπότητα (World Scientists’ Warning to Humanity) την οποία υπέγραψαν περισσότεροι από 1700 επιστήμονες, μεταξύ αυτών και η πλειονότητα των εν ζωή βραβευμένων με Νόμπελ στις επιστήμες. Προειδοποίησαν ρητά ότι «τα ανθρώπινα όντα και ο φυσικός κόσμος βρίσκονται σε μια πορεία σύγκρουσης. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες προκαλούν μεγάλες και συχνά μη αναστρέψιμες βλάβες στο περιβάλλον και σε σημαντικούς πόρους. Πολλές από τις τρέχουσες πρακτικές μας θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο το επιθυμητό μέλλον για τις ανθρώπινες κοινωνίες καθώς και για το φυτικό και ζωικό βασίλειο και, αν δεν περιοριστούν άμεσα, μπορούν να αλλάξουν τον έμβιο κόσμο με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αδύνατο να διατηρήσει τη ζωή όπως τη γνωρίζουμε. Θεμελιώδεις αλλαγές είναι αναγκαίες, προκειμένου να αποφύγουμε τη σύγκρουση που θα επιφέρει η σημερινή μας πορεία».

Από το 1992, η διεθνής κοινότητα έχει εντατικοποιήσει τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών ζητημάτων. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η υπογραφή των τριών Συμβάσεων του Ρίο, για την κλιματική αλλαγή, τη βιοποικιλότητα και την ερημοποίηση, οι οποίες προέκυψαν από την Σύνοδο για τη Γη στο Ρίο ντε Τζανέιρο.

Παρά την αναγνώριση των περιβαλλοντικών προκλήσεων και της συστηματοποίησης των προσπαθειών για την αντιμετώπισή τους σε επίπεδο πολιτικών, η ανθρωπότητα απέτυχε να σημειώσει επαρκή πρόοδο για την επίλυσή τους, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία. Ακόμα χειρότερα, οι περισσότερες από αυτές τις προκλήσεις βρίσκονται σε αρνητική τροχιά. Η πορεία σύγκρουσης ακόμη δεν έχει εκτραπεί και η περιβαλλοντική κρίση, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής, φαίνεται πιο απειλητική από ποτέ. Κατά τα λεγόμενα της Έκθεσης Παγκόσμιων Κινδύνων του 2019 (Global Risks Report 2019) του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ «από όλους τους κινδύνους, είναι σε σχέση με αυτούς που σχετίζονται με το περιβάλλον που ο κόσμος υπνοβατεί πιο ξεκάθαρα προς την καταστροφή». 

Το 2017, στην 25η επέτειο της «προειδοποίησης προς την ανθρωπότητα του 1992», δημοσιεύθηκε η δεύτερη προειδοποίηση των επιστημόνων (World Scientists‘ Warning – Second Notice ) στο BioScience από περισσότερους από 15.000 επιστήμονες από όλο τον κόσμο. Κοιτάζοντας πίσω, η επιστημονική κοινότητα τόνισε ότι, εκτός από τη σταθεροποίηση της στοιβάδας του στρατοσφαιρικού όζοντος, η ανθρωπότητα απέτυχε να προχωρήσει επαρκώς στην επίλυση των γνωστών περιβαλλοντικών προβλημάτων. Εξέφρασαν ιδιαίτερη ανησυχία για την εκδήλωση ενός γεγονότος μαζικής εξαφάνισης ειδών, με την έρευνα της Διακυβερνητικής Επιστημονικής και Πολιτικής Πλατφόρμας για τη Βιοποικιλότητα και τις Υπηρεσίες Οικοσυστημάτων – IPBES (Intergovernmental SciencePolicy Platform on Biodiversity and Ecosystem Services) να δείχνει ότι ένα εκατομμύριο είδη αντιμετωπίζουν κίνδυνο εξαφάνισης, πολλά εκ των οποίων μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Ακόμα εξέφρασαν τη λύπη τους για την τρέχουσα πορεία της καταστροφικής κλιματικής αλλαγής, ιδίως λόγω της αύξησης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από την καύση ορυκτών καυσίμων, την αποδάσωση και τη γεωργική παραγωγή.

Πράγματι, η κλιματική κρίση και ο τρόπος με τον οποίο την αντιμετώπισε η ανθρωπότητα, ιδίως μετά τη σύναψη της Σύμβασης Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC), παρέχει επαρκείς αποδείξεις για την «υπνοβασία προς την καταστροφή».

Η Σύμβαση Πλαίσιο για την Κλιματική Αλλαγή δημιουργήθηκε με στόχο τη σταθεροποίηση των συγκεντρώσεων αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα σε επίπεδο που θα εμπόδιζε την επικίνδυνη ανθρωπογενή παρέμβαση στο κλιματικό σύστημα. Υπό την αιγίδα της, το Πρωτόκολλο του Κιότο και, πιο πρόσφατα, η Συμφωνία του Παρισιού εκφράζουν την ίδια αίσθηση επείγουσας ανάγκης μαζί με μια ισχυρή προειδοποίηση για ανεπαρκή πρόοδο.

Όλοι όσοι ασχολούνται με την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης αντιλήφθηκαν κατά τη διάρκεια των πολυμερών διαπραγματεύσεων και προσπαθειών για την αντιμετώπιση του προβλήματος ότι οι προσπάθειες αυτές επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα.

Όπως ήταν αναμενόμενο, τα επενδεδυμένα συμφέροντα που ωφελούνταν από την υφιστάμενη κατάσταση (status quo) ήταν απρόθυμα να συμμετάσχουν στην απαραίτητη μετάβαση. Στην περίπτωση της κλιματικής κρίσης, αυτά τα κεκτημένα συμφέροντα προέρχονται από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, η οποία είναι καλά εξοπλισμένη τόσο από πλευράς πόρων όσο και δύναμης. Περίπου 20 επιχειρήσεις εκμετάλλευσης των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα μπορούν να συνδεθούν άμεσα με περισσότερο από το ένα τρίτο των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στη σύγχρονη εποχή.

Επιπλέον, η κλιματική κρίση συνδέεται στενά με την υπερβολική παραγωγή και κατανάλωση που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στις εύπορες χώρες, οι οποίες φέρουν το κύριο βάρος των ιστορικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και εξακολουθούν να έχουν συνήθως τις μεγαλύτερες κατά κεφαλήν εκπομπές.

Από την άποψη αυτή, αφενός, οι λιγότερο πλούσιες χώρες στον αναπτυσσόμενο κόσμο ζήτησαν παραδοσιακά πρόσθετη ευελιξία στις προσπάθειές τους για μετριασμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Σημειώνουν όχι μόνο τις άνισες ιστορικές εκπομπές, αλλά και την ανισότητα των διαθέσιμων μέσων για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, η οποία οδήγησε στην αρχή των κοινών αλλά διαφοροποιημένων ευθυνών. Αφετέρου, οι ανεπτυγμένες χώρες επεσήμαναν την ανάγκη για ένα σύνολο κοινών κανόνων που θα καθιστούν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ιδιαίτερα τις αναδυόμενες οικονομίες, εξίσου υπεύθυνες.

Παρά το ότι ο διαχωρισμός των δύο στρατοπέδων σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κιότο, κρίθηκε αντιπαραγωγικός, η Συμφωνία του Παρισιού, παρά την κατάργηση αυτής της δυαδικής διάκρισης, δεν παρέχει την απαραίτητη σαφήνεια. Αναγνωρίζει την αρχή των κοινών αλλά διαφοροποιημένων ευθυνών, αλλά περιλαμβάνει διφορούμενη γλώσσα που ποικίλλει μεταξύ των διαφόρων διατάξεων. Επιπλέον, εγκαθιστά ένα σύστημα εθνικά καθορισμένων συνεισφορών από τα κράτη-μέλη για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Οι εθνικές αυτές συνεισφορές έχουν επικριθεί, καθώς οι ειδικοί σημειώνουν ότι ακόμη και αν οι δεσμεύσεις εκπληρωθούν πλήρως, ο κόσμος θα εξακολουθεί να υστερεί από το απαραίτητο επίπεδο μείωσης των εκπομπών για την αποφυγή καταστροφικών επιπτώσεων.

Το όριο, όπως καθορίστηκε από τη Συμφωνία του Παρισιού, είναι να διατηρηθεί η παγκόσμια μέση αύξηση της θερμοκρασίας στο επίπεδο των 2°C, ενώ «θα καταβληθούν προσπάθειες για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα». Το ίδιο το όριο ήταν το αποτέλεσμα συμβιβασμού. Οι χώρες επέτρεψαν την εμφάνιση του στόχου στο άρθρο 2 της Συμφωνίας με ρήτρα για την επιστημονική εξέταση της σκοπιμότητάς του. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι η επιστήμη δεν είναι αρκετά ώριμη για να επιδείξει διαφορές μεταξύ αύξησης 1,5°C και 2°C. Ωστόσο, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή στην ειδική της έκθεση για τον 1.5°C (IPCC) αποκάλυψε έναν εκπληκτικό βαθμό βεβαιότητας ως προς τη σημασία κάθε κλάσματος του βαθμού αύξησης της θερμοκρασίας. Στην ίδια έκθεση, η IPCC παρατήρησε ότι έχουν απομείνει το πολύ 12 χρόνια για να προβούμε στις αναγκαίες δραστικές και χωρίς προηγούμενο αλλαγές που θα παρεμποδίσουν την αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας πέρα από τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού. 

Παρά τις προσπάθειες, τις συμφωνίες και τα πρωτόκολλα, οι τρέχουσες τάσεις στα ζωτικά σημάδια των κλιματικών επιπτώσεων δεν είναι καθόλου καθησυχαστικές. Το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και το οξείδιο του αζώτου συνεχίζουν να αυξάνονται στην ατμόσφαιρα, όπως και η παγκόσμια θερμοκρασία επιφάνειας. Τα 20 πιο θερμά χρόνια έχουν καταγραφεί τα τελευταία 22 χρόνια,  τα 5 θερμότερα ήταν τα τελευταία 5. Η τάση αύξησης της θερμοκρασίας δεν μπορεί να γίνει πιο ξεκάθαρη για τους μη ειδικούς. Οι πάγοι μειώνονται ραγδαία, η θερμική περιεκτικότητα στους ωκεανούς αυξάνεται, το ίδιο και η οξύτητά των ωκεανών, η στάθμη της θάλασσας και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Η κλιματική αλλαγή προβλέπεται να επηρεάσει σημαντικά τη θαλάσσια, υδρόβια και χερσαία ζωή, από το πλαγκτόν και τα κοράλλια μέχρι τα ψάρια και τα δάση.

Οι εκθέσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή είναι αρκετά σαφείς σχετικά με τις επιπτώσεις, σημειώνοντας ότι οι κίνδυνοι εξαρτώνται από το μέγεθος και την έκταση της αύξησης της θερμοκρασίας, τη γεωγραφική θέση, τα επίπεδα ανάπτυξης και την ευπάθεια. Είναι επίσης σαφές ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν ήδη προκαλέσει περίπου 1,0°C αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, επηρεάζοντας τα χερσαία και ωκεάνια οικοσυστήματα και τις αντίστοιχες υπηρεσίες που παρέχουν.

Το μέλλον φαίνεται δυσοίωνο καθώς αναμένονται αυξήσεις της μέσης θερμοκρασίας και των ακραίων καιρικών φαινομένων, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης θερμικών κυμάτων, έντονης βροχόπτωσης, ξηρασίας και πυρκαγιών, και παράκτιων πλημμυρών. Μαζί με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας που θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στις παράκτιες περιοχές, η ανθρωπότητα θα πρέπει να αντιμετωπίσει και τους αυξημένους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια, τα μέσα διαβίωσης, την επισιτιστική ασφάλεια και την υδροδότηση. Οι επιπτώσεις στη θαλάσσια βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα δεν πρέπει να υποτιμηθούν, καθώς η αύξηση της θερμοκρασίας των ωκεανών και οι σχετικές αυξήσεις της ωκεάνιας οξύτητας και οι μειώσεις των επιπέδων οξυγόνου επηρεάζουν την αύξηση, ανάπτυξη, επιβίωση και επομένως την αφθονία ευρέος φάσματος ειδών. Πράγματι, υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τους κινδύνους. Ωστόσο, η αβεβαιότητα αυτή αφορά κυρίως το μέγεθος, την ένταση και τη συχνότητά των φαινομένων και όχι τις αρνητικές επιπτώσεις αυτές καθ’αυτές.

Αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο αποδεικνύονται εξαιρετικά μυωπικοί και αδυνατούν να κατανοήσουν τον επείγοντα χαρακτήρα του προβλήματος και ενεργούν αναλόγως. Παρά το σταθερό ρυθμό εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων παγκοσμίως και τις συνεχείς ρητές προειδοποιήσεις της επιστημονικής κοινότητας ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες, και κυρίως οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από την καύση ορυκτών καυσίμων, η αποψίλωση και η αλλαγή της χρήσης γης ευθύνονται πρωτίστως για την κλιματική αλλαγή, οι εκπομπές συνεχίζουν να αυξάνονται. Ακόμη πιο προβληματικό είναι ότι το πολιτικό σκηνικό διεθνώς έχει μετατοπιστεί προς τον λαϊκισμό, που σε ορισμένες περιπτώσεις περιλαμβάνει ακόμη και την εναντίωση στα επιστημονικά δεδομένα.

Παρά τις προειδοποιήσεις και τις πολυάριθμες συναντήσεις της κλιματικής κοινότητας για την αντιμετώπιση του προβλήματος, είναι δίκαιο να πούμε ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η ανθρωπότητα συνεχίζει  «σαν να μην τρέχει τίποτα». Κάποιοι περισσότερο απαισιόδοξοι παρατηρητές σημειώνουν ότι για να επιτευχθεί μια ουσιαστική αλλαγή πορείας, θα χρειαστεί μια μεγάλη καταστροφή, όπως το να φτάσουμε σε ένα σημείο καμπής για το κλίμα, όπου ενδεχομένως μεγάλες περιοχές της Γης θα γίνουν ακατοίκητες.

Παρόλο που τα σενάρια περί του τέλους του κόσμου εξάπτουν τη φαντασία του κόσμου, η κατάσταση των πραγμάτων είναι αρκετά σοβαρή και χωρίς αυτά. Η Τέταρτη Εθνική Αξιολόγηση για το Κλίμα που διενεργήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες προειδοποιεί ότι χωρίς σημαντικές μειώσεις των εκπομπών, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 5°C μέχρι τα τέλη του αιώνα. Όπως δείχνουν και οι εκθέσεις της IPCC, εάν δεν αντιμετωπιστούν καταλλήλως αυτές οι ανεξέλεγκτες αυξήσεις θα έχουν ολέθριες συνέπειες για τους ανθρώπους και θα γίνουν πηγή «ανείπωτης δυστυχίας». Η κλιματική κρίση είναι ήδη εδώ. Κινείται ταχύτερα απ’ ό,τι προέβλεψαν οι περισσότεροι επιστήμονες και είναι πιο σοβαρή απ’ ότι αναμενόταν, απειλώντας τόσο τα φυσικά οικοσυστήματα όσο και το μέλλον της ανθρωπότητας.

Οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ειδικά μέσω του κινήματος Παρασκευές για το Μέλλον (Fridays for Future), προειδοποιούν ρητά ότι «το πολιτικά εφικτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό», απαιτώντας πιο φιλόδοξες ενέργειες και σχέδια, δηλώνοντας ότι πρόκειται για ένα «θέμα ζωής και θανάτου». Είναι αλήθεια ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μπορούν πράγματι να αποδειχθούν μελλοντικά ένα ζήτημα ζωής και θανάτου για ένα σημαντικό ποσοστό του ανθρώπινου πληθυσμού. Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι οι τωρινές μας ενέργειες και οι συμπεριφορές επηρεάζουν σημαντικά και με αρνητικό τρόπο τα δικαιώματα των μελλοντικών γενεών. Από αυτή την άποψη, το μήνυμα της Greta Thunberg είναι σαφές και αδιάσειστο. Δεν αστόχησε, τον Δεκέμβριο του 2019 κατά τη διάρκεια της 25ης συνδιάσκεψης των μερών στη Μαδρίτη, όταν περιέγραψε τις υποσχέσεις των εύπορων χωρών και των επιχειρήσεων να περιορίσουν την κλιματική αλλαγή ως «έξυπνες λογιστικές και δημιουργικές δημόσιες σχέσεις». Σωστά σημείωσε, επίσης, ότι «διαπραγματεύστε εδώ και 25 χρόνια, πριν καν γεννηθώ».

Η δυσάρεστη πραγματικότητα είναι ότι κατά τη διάρκεια αυτών των 25 χρόνων και πάντα κάτω από τη σκιά των επενδεδυμένων συμφερόντων, οι διαπραγματεύσεις συχνά έμοιαζαν με ένα θέατρο του παράλογου, με μια μορφή δράματος που τονίζει το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης χρησιμοποιώντας διακεκομμένο, επαναλαμβανόμενο και χωρίς νόημα διάλογο.  

Απαντώντας στο μήνυμα της Γκρέτα, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Donald Trump πρότεινε στην Greta να «χαλαρώσει» και «να δουλέψει τη διαχείριση του θυμού της». Αυτή η αντίδραση απεικονίζει τέλεια το γεγονός ότι στη συζήτηση για την κλιματική κρίση τα διακυβεύματα δεν είναι ίδια για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Για να το θέσουμε απερίφραστα, είναι πολύ πιο δύσκολο για τους νέους να «χαλαρώσουν» καθώς αυτοί είναι που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν στις επόμενες δεκαετίες τις συνέπειες των σημερινών μας ενεργειών.

Ενώ όμως τα διακυβεύματα δεν είναι τα ίδια, είναι επίσης παραπλανητικό να θεωρούμε ως αιτία για την ανεπαρκή απάντηση στην κλιματική κρίση το χάσμα γενεών. Πολλοί ενήλικες, συμπεριλαμβανομένων κάποιων πολύ σημαντικών επιστημόνων, εξέφρασαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών παρόμοιες ανησυχίες με το κίνημα Παρασκευές για το Μέλλον. Η αδυναμία ανταπόκρισης σε αυτές τις ανησυχίες πρέπει να αποδοθεί κυρίως στην οργανωμένη αντίσταση των επενδεδυμένων συμφερόντων που ενεργούν μέσα σε ένα μη βιώσιμο οικονομικό σύστημα που δίνει προτεραιότητα, συχνά με κάθε κόστος, στη βραχυπρόθεσμη μεγιστοποίηση του κέρδους.

Προκειμένου να λάβουν χώρα οι αναγκαίες μετασχηματιστικές αλλαγές στις κοινωνίες και στις οικονομίες μας, απαιτείται μια αλλαγή παραδείγματος, συνοδευόμενη από σημαντικές αλλαγές στις επιμέρους πρακτικές μας. Ο στόχος της μεγιστοποίησης, ο οποίος ενσωματώνεται σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες θα πρέπει να αμφισβητηθεί και να αντικασταθεί από στόχους που προτάσουν την περιβαλλοντική προστασία. Αυτό οφείλει να συνοδευτεί από κοινωνικές επιλογές δικαιότερων συστημάτων για τη διανομή των ωφελειών. Θα απαιτηθούν διαρθρωτικές αλλαγές προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα της ανισότητας τόσο σε διακρατική όσο και σε εθνική κλίμακα και να δημιουργηθούν βιώσιμα συστήματα που θα σέβονται τα δικαιώματα των ανθρώπων, λαμβάνοντας υπόψη τις επόμενες γενιές, καθώς και το φυσικό κόσμο που από την αρχή έχει προσφέρει στην ανθρωπότητα ατελείωτες υπηρεσίες που πρέπει να διατηρηθούν. Ένα τέτοιο πρότυπο για την αναγκαία αλλαγή παραδείγματος μας παρέχει η Κοινωνική Αλληλέγγυα Οικονομία, και ως εκ τούτου θα πρέπει να κινηθούμε προς τη διεύρυνση, την ανάπτυξη και την περαιτέρω προώθησή της.

 

*Ο Δρ. Αστέριος Τσιουμάνης γεννήθηκε στις Σέρρες. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο του Newcastle στο Ηνωμένο Βασίλειο, με πτυχίο γεωπονίας και αγροτικής οικονομίας, μεταπτυχιακό στο διεθνές μάρκετινγκ τροφίμων και διδακτορικό δίπλωμα, διερευνώντας τις αντιλήψεις του κοινού σχετικά με τις εφαρμογές της σύγχρονης βιοτεχνολογίας στη γεωργία (γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα) σε ένα διαπολιτισμικό ευρωπαϊκό πλαίσιο. Έχει διδακτική εμπειρία σε διάφορα πανεπιστημιακά ιδρύματα στην Ελλάδα, έχει παρουσιάσει ακαδημαϊκές εργασίες σε πλήθος ακαδημαϊκών συνεδρίων και έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Για τα τελευταία επτά χρόνια εργάζεται για το Διεθνές Ινστιτούτο για την Αειφόρο Ανάπτυξη. Είναι βασικό μέλος του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών και Κοινωνικών Ερευνών.

Το άρθρο δημοσιεύεται με άδεια χρήσης  CC-BY-NC-SA 4.0