Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Tραγωδίες και δυνατότητες των κοινών

Βαγγέλης Περράκης

Το 1968 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science το άρθρο του Garret Hardin με τίτλο «Η τραγωδία των κοινών».[1] Βασικό πρόβλημα για τον συγγραφέα αποτελούσε η ραγδαία αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού σε σχέση με τους περιορισμένους πόρους της γης και κατ’ επέκταση του ζήτημα του αυτοπεριορισμού. Το άρθρο έγινε εξαιρετικά γνωστό κυρίως για το παράδειγμα που παραθέτει με τον βοσκότοπο.

Ο Hardin μας προτείνει να φανταστούμε ένα βοσκοτόπι το οποίο είναι κοινό, εννοεί δηλαδή ότι είναι προσβάσιμο σε όλα τα άτομα, και στο οποίο διάφοροι βοσκοί πηγαίνουν εκεί τα πρόβατά τους για να βοσκίσουν. Ο Hardin θεωρεί ότι, καθώς οι άνθρωποι έχουν μια φυσική ροπή προς την αύξηση της ατομικής τους ωφέλειας, κάθε βοσκός θα επιλέξει να αυξήσει το κοπάδι του πιστεύοντας ότι αυτό δεν θα έχει κάποια επίπτωση στο κοινό χωράφι. Και καθώς αυτή η ροπή αυτή φυσική, αποτελεί δηλαδή τον πυρήνα της φύσης του ανθρώπου και της πρακτικής του, το ίδιο θα επιλέξουν να κάνουν και οι υπόλοιποι βοσκοί, με αποτέλεσμα την αναπόφευκτη καταστροφή του κοινού χωραφιού στη συγκεκριμένη περίπτωση, και των κοινών αγαθών γενικότερα. Έτσι επέρχεται και η τραγωδία των κοινών.

Κάθε άνθρωπος, σύμφωνα με τον Hardin, είναι εγκλωβισμένος σε ένα κλειστό σύστημα που απαιτεί από αυτόν να αυξήσει το κοπάδι του απεριόριστα σε έναν περιορισμένο κόσμο. Επομένως, η ελευθερία πρόσβασης στα κοινά καταστρέφει αναπόφευκτα τα πάντα. Για να αντιμετωπιστεί και να προληφθεί αυτή η καταστροφή, μία από τις λύσεις που προτείνει ο Hardin είναι να παρέμβει το κράτος και να ιδιωτικοποιήσει τα κοινά, έτσι ώστε ο κάθε βοσκός στο συγκεκριμένο παράδειγμα και ο κάθε άνθρωπος γενικότερα, να είναι υπεύθυνος των πράξεών του (προτείνει κι άλλες λύσεις, όπως το να περιοριστεί το δικαίωμα εισόδου, να μπει είσοδος, κ.ά.). Αυτό το παράδειγμα χρησιμοποιήθηκε, και χρησιμοποιείται ακόμη, κατά κόρον από οικονομολόγους, πολιτικούς και επιστήμονες, οι οποίοι στο όνομα μιας “Realpolitik” υποστηρίζουν το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα ή/και την κρατική παρέμβαση. Υπάρχουν όμως αρκετά προβλήματα με το συγκεκριμένο παράδειγμα.

Κατ’ αρχάς, η δομή της σκέψης του μοιάζει πολύ με εκείνη του Thomas Hobbes.[2] Ο Άγγλος φιλόσοφος ζώντας σε μια εποχή εξεγέρσεων, υπέθεσε ότι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου, η φυσική του ροπή είναι εγωιστική και κατευθύνεται προς την καταστροφή και τον πόλεμο τα οποία αποτρέπει η μεσολάβηση των μηχανισμών κράτους που εξασφαλίζουν την κοινωνική ειρήνη.

Επίσης, ο Hardin ανάγει τη διαρκή ανάπτυξη που εμφανίζεται ως πρόταγμα και πρακτική στο κοινωνικο-ιστορικό πεδίο της εποχής, η οποία θέλει τους ανθρώπους να μεγιστοποιούν τον πλούτο τους (και να είναι υπολογιστικά και δημιουργικά οικονομικά όντα) και η οποία, πράγματι, έρχεται σε άμεση σύγκρουση με έναν κόσμο στον οποίο οι πόροι είναι περιορισμένοι, σε μια υπεριστορική ουσία της ανθρώπινης φύσης.

Η Elinor Ostrom αξιοποιώντας στοιχεία από την ιστορία, την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία, έδειξε ότι δεν υπάρχει μόνο αυτή η εγγενής λογική στα άτομα, στην οποία αναφέρεται ο Hardin και η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στις τραγωδίες των κοινών.[3] Πιο συγκεκριμένα, μέσα από μια θεσμική προσέγγιση για την αυτοκυβέρνηση των Πόρων Κοινής Δεξαμενής (ΠΚΔ),[4] ιδιαίτερα σε μικρές πληθυσμιακές κλίμακες (από 50 έως 15.000 άτομα), είδε ότι τα άτομα πειραματίζονται και εφευρίσκουν πολλούς και διαφορετικούς τρόπους συνεργατικής αυτοοργάνωσης για τη διαχείριση των κοινών πόρων πέρα από το κράτος και την αγορά.

Το βασικό πρόβλημα στο παράδειγμα του Hardin είναι ότι οι βοσκοί δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και δεν έχουν επίγνωση των επιπτώσεων των πράξεών τους. Είναι απλώς εγκλωβισμένοι σε ένα κλειστό σύστημα σκέψης και πράξης. Το παράδειγμα του Hardin, όπως και τα περισσότερα παραδείγματα τραγωδίας των κοινών, θεωρίας παιγνίων και προβλημάτων συλλογικής δράσης, προϋποθέτουν ένα κλειστό σύστημα με συγκεκριμένους παίκτες, οι οποίοι έχουν συγκεκριμένες επιλογές, και κάθε ένας εκ των παικτών αντλεί τη μέγιστη ωφέλεια όταν πράττει εις βάρος των υπολοίπων, όταν δηλαδή προδίδει το σύνολο. Επομένως, απαιτείται η παρέμβαση μιας εξωτερικής αρχής (κράτος), ως ο μόνος τρόπος για να αποφευχθούν οι τραγωδίες των κοινών.[5]

Όμως η πραγματικότητα δείχνει ότι αρκετά συχνά −δυστυχώς όμως όχι πάντα, και σίγουρα ευκολότερα σε μικρές πληθυσμιακές κλίμακες− οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους και μπορούν να αντλήσουν τη μέγιστη ωφέλεια, όχι μόνο με οικονομικούς όρους, αλλά κυρίως με όρους περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, όταν συνεργάζονται μεταξύ τους και αυτό-οργανώνονται. Στη βάση των παραπάνω παρατηρήσεων, η Ostrom διατύπωσε οχτώ αρχές σχεδιασμού που χαρακτηρίζουν τους θεσμούς[6] των Πόρων Κοινής Διαχείρισης (ΠΚΔ) που αντέχουν στο χρόνο: 1)  Σαφής καθορισμός των ορίων του ΠΚ. 2) Αρμονία των κανόνων οικειοποίησης και παροχής με τις τοπικές συνθήκες. Οι κανόνες χρήσης πρέπει να κατανέμουν τα οφέλη ανάλογα με το πόσο συμβάλλει ο καθένας. Οι κανόνες που διαπνέονται από αναλογικότητα γίνονται πιο εύκολα αποδεκτοί ως ακριβοδίκαιοι. 3) Διακανονισμοί συλλογικής απόφασης − τα περισσότερα άτομα που επηρεάζονται από τους κανόνες λειτουργίας μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία τροποποίησής τους. Οι κανόνες που έχουν σχεδιαστεί μέσα από συλλογικές διαδικασίες εκλαμβάνονται ως δίκαιοι από όσους συμμετέχουν σε αυτές. 4) Επιτήρηση − αξιολόγηση των συνθηκών των ΠΚΔ και τη συμπεριφορά όσων τους χρησιμοποιούν, λογοδοτούν στους χρήστες ή είναι οι ίδιοι χρήστες. 5) Κλιμακούμενες κυρώσεις σε αυτούς που παραβιάζουν τους κανόνες λειτουργίας. 6) Μηχανισμοί επίλυσης των διαμαχών. 7) Ελάχιστη αναγνώριση του δικαιώματος οργάνωσης. Τα δικαιώματα των οικειοποιητών να επινοούν δικούς τους θεσμούς δεν αμφισβητούνται από εξωτερικές κυβερνητικές αρχές. 8) Εμφωλιασμένα εγχειρήματα οργανωμένα σε πολλαπλά στρώματα.[7]

Οι παραπάνω αρχές αναδεικνύουν και «τον στενό δεσμό ανάμεσα στον κανόνα της αμοιβαιότητας, στη δημοκρατική διαχείριση και στην ενεργό συμμετοχή στην παραγωγή ενός ορισμένου αριθμού πόρων».[8] Επομένως, η μελέτη της Ostrom πάνω στα φυσικά ή οικολογικά κοινά δείχνει ότι μπορεί να υπάρξει ένας τρίτος πόλος διαχείρισης ενός αγαθού ή πόρου πέρα από το κράτος και την αγορά που να μην οδηγεί στην καταστροφή τους. Η αυτοκυβέρνηση και η συνεργατική διαχείριση των κοινών (και της ποικιλομορφίας που τα χαρακτηρίζει) δύναται έτσι να αποτελέσει παράδειγμα ενός άλλου τρόπου με τον οποίο μπορεί να ιδωθεί η έξοδος από την περιβαλλοντική κρίση προς βιώσιμους και αειφορικούς δρόμους. Βέβαια, όπως σημειώνει και η ίδια, αυτές οι αρχές σχεδιασμού δεν είναι αποκλειστικές, και μπορεί να υπάρχουν κι άλλες που μπορεί να αναδείξει η έρευνα και η πρακτική.

Από την άλλη, όμως, η θεσμική προσέγγιση δείχνει να είναι κάπως πιο περιορισμένη ως προς την ανάλυσή της αγνοώντας σε έναν βαθμό την ευρύτερη κοινωνικο-ιστορική συνθήκη εντός της οποίας εμφανίζονται τα κοινά και τις συγκρούσεις τους με το σύγχρονο κράτος και την αγορά. Επίσης, δείχνει να αντιλαμβάνεται την κοινότητα ως κάτι το ομοιογενές και αποκλειστικό, και όχι ως μια ανοιχτή και πλουραλιστική συσχέτιση ενικοτήτων, ενώ απουσιάζουν και σημαντικά στοιχεία, όπως μια ανάλυση των σχέσεων εξουσίας και της εκμετάλλευσης τόσο εντός της κοινότητας που συνδιαχειρίζεται τον κοινό πόρο.[9]

Παράλληλα, όμως, και πέρα από την πιο οικονομική ματιά της Ostrom, αυτές οι μορφές συλλογικής αυτοδιαχείρισης των κοινών, που λειτουργούν πέρα από την ιδιοποίησή τους από την αγορά και το κράτος, διευρύνουν τις πρακτικές του μοιράσματος[10] και μπορούν να λειτουργήσουν και προεικονιστικά προς μια νέα κοινωνική (αυτο)οργάνωση.


[1] Garret Hardin, “The tragedy of the commons”, Science, 1968, 162: 3859, pp. 1243-1248.

[2] Thomas Hobbes, Leviathan, Αθήνα: Γνώση, 2006,

[3] Κάτι που είχε αναδείξει αρκετά νωρίτερα και η ανθρωπολογία βλ. π.χ. το έργο των Shallins, Clastres, Kropotkin, Graeber, κ.ά.

[4] Οι Πόροι Κοινής Δεξαμενής είναι ένα είδος κοινού αγαθού από το οποίο είναι αρκετά δύσκολο να αποκλειστεί η πρόσβαση σε κάποια άτομα, π.χ. ένας ψαρότοπος, ένα βοσκοτόπι κ.ά.

[5] Elinor Ostrom, Governing the commons, Cambridge, 1990.

[6] ibid. Σύμφωνα με την Ostrom, «οι “θεσμοί” μπορούν να οριστούν ως τα σύνολα κανόνων που καθορίζουν ποια άτομα δικαιούνται να λαμβάνουν αποφάσεις σε κάποιο χώρο, ποιες ενέργειες επιτρέπονται ή περιορίζονται, ποιοι κανόνες συνάθροισης θα χρησιμοποιηθούν, ποιες διαδικασίες πρέπει να ακολουθηθούν, ποιες πληροφορίες πρέπει ή δεν πρέπει να παρέχονται και ποιες απολαβές θα αποδοθούν στα άτομα ανάλογα με τις ενέργειές τους».

[7] ibid.

[8] Dardot- Laval, Κοινό, Δοκίμιο για την επανάσταση στον 21ο αιώνα, μτφρ. Β. Ιακώβου, Αθήνα: Εκκρεμές, 2020.

[9] ibid.

[10] Σταυρίδης Σ. Κοινώς χώρος, Αθήνα: Angelus Novus, 2018.