Βαγγέλης Περράκης
«Αν η ιστορία της ουτοπίας φωτίζει όντως την ιστορία της ανθρωπότητας, την φωτίζει με τον ακόλουθο τρόπο: οι ουτοπίες μας ήταν αξιολύπητα αδύναμες και ανεπαρκείς. και αν δεν επηρέασαν πρακτικά όσο πρέπει την πορεία των υποθέσεων, ο λόγος είναι, όπως λέει η Βιόλα Πέιτζετ στο βιβλίο της Ευαγγέλια αναρχίας, ότι απλώς δεν ήταν επαρκώς καλές. Διασχίζουμε ταξιδεύοντας την ουτοπία μόνο και μόνο για να πάμε πέρα από την ουτοπία…το κάνουμε μόνο και μόνο για να ξαναμπούμε πιο αποτελεσματικά στην ομιχλώδη μεσημεριανή κυκλοφορία του σύγχρονου κόσμου».
Η ουτοπία που προτείνει ο Λούις Μάμφορντ στο βιβλίο του Η ιστορία των ουτοπιών, ή η ευτοπία όπως την αποκαλεί, για να πραγματωθεί θα πρέπει να συνδυάσει την επιστημονική έρευνα (των θετικών επιστημών) με αυτή των ανθρωπιστικών επιστημών. Εδώ είναι αναγκαία η ‘περιφερειακή έρευνα’ η οποία επιχειρεί μία σύνθεση όλων των εξειδικευμένων ‘γνώσεων’, δηλαδή ερευνά τις επικρατούσες συνθήκες απ’ όλες τους τις απόψεις, τονίζοντας σε «πολύ μεγαλύτερη έκταση από την κοινωνική έρευνα τα φυσικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, όπως τα ανακαλύπτουν ο γεωλόγος, ο ζωολόγος, ο οικολόγος – και επί πλέον την ανάπτυξη των φυσικών και ανθρώπινων συνθηκών κατά το ιστορικό παρελθόν, όπως τα παρουσιάζουν ο ανθρωπολόγος, ο αρχαιολόγος και ο ιστορικός».
Έτσι η γνώση που μας παρέχει η περιφερειακή έρευνα, «είναι γνώση μιας ολόκληρης περιοχής, που εξετάστηκε από όλες της τις απόψεις. Έτσι οι σχέσεις ανάμεσα στην πτυχή εργασία και την πτυχή έδαφος, ανάμεσα στην πτυχή παιχνίδι και στην πτυχή εργασία, γίνονται επαρκώς απλές και κατανοητές. Αυτό το κοινό πλέγμα συγκεκριμένης, επαληθεύσιμης, εντοπισμένης γνώσης είναι ότι ακριβώς έλειπε απ’ όλες τις μονόπλευρες ουτοπίες μας και απ’ όλα τα μονόπλευρα ανασυγκροτητικά μας προγράμματα, και αφού αυτό έλειπε, ήταν μονόπλευρα και αμαθή και αφηρημένα, επινοούσαν χάρτινα προγράμματα για την ανασυγκρότηση ενός χάρτινου κόσμου».
Βγαίνοντας από την αδιέξοδη κατάστασή μας «πρέπει να επιστρέψουμε στον πραγματικό κόσμο, να τον αντιμετωπίσουμε και να ερευνήσουμε την πολύπλοκη ολότητά του. Οι πύργοι, που κτίζουμε στον αέρα, πρέπει να έχουν τα θεμέλιά του στην στέρεα γη».
«Οι άνθρωποι, τώρα, κινούνται από τις ενστικτώδεις ενορμήσεις τους και από συναισθηματικώς φορτισμένα πρότυπα ιδεών, όπως αυτά που μπορεί να προβάλλει ο ονειρευόμενος. Όταν δημιουργούμε αυτά τα πρότυπα ιδεών ή είδωλα, διευρύνουμε το περιβάλλον, κι έτσι η συμπεριφορά μας καθοδηγείται από τις συνθήκες, που επιδιώκουμε να εγκαθιδρύσουμε και ν’ απολαύσουμε σ’ έναν φανταστικό κόσμο. Όσο χονδροειδής και αν ήταν η ανάλυση της κοινωνίας από τον Μαρξ, είχε τουλάχιστον το προσόν ότι παρουσίαζε ένα μεγάλο όνειρο: το όνειρο μιας τιτάνιας πάλης ανάμεσα στους κατέχοντες και τους μη κατέχοντες, στην οποία ο κάθε εργάτης είχε να παίξει έναν συγκεκριμένο ρόλο. Δίχως τα όνειρα αυτά, οι πρόοδοι στην κοινωνική επιστήμη θα είναι ξεκάρφωτες και μπαγιάτικες όπως οι εφαρμογές της φυσικής επιστήμης στις υλικές μας υποθέσεις, όπου, αφού απουσιάζει η οποιαδήποτε γνήσια κλίμακα αξιών, ένα εμφανές κουμπί στο κολάρο θεωρείται εξ ίσου σημαντικό με το σπείραμα βολφραμίου στον λαμπτήρα πυρακτώσεως, αν το κουμπί τυχαίνει ν’ αποφέρει στον εφευρέτη εξ ίσου υψηλά χρηματικά οφέλη».
Ο Μάμφορντ παραθέτει εκτενή αποσπάσματα του Ιρλανδού ποιητή Γέητς, θεωρώντας ότι τα κείμενα αυτά είναι σημαντικά όχι μόνο για τον καλλιτέχνη, αλλά κυρίως «για τους απογοητευμένους επαναστάτες και μεταρρυθμιστές που αναρωτιούνται γιατί τα ξερά κόκαλα των θεωριών τους παραμένουν ξερά κόκαλα, αντί να συναρθρωθούν και να ζωντανέψουν».
Όπως γράφει ο Γέητς σε ένα ποίημά του: «Έθνη, φυλές και άτομα ενώνονται από μιαν εικόνα, ή από μια χούφτα εικόνων, που συμβολίζουν και προκαλούν την πνευματική κατάσταση που δεν είναι αδύνατη, αλλά η πιο δύσκολη σ’ εκείνον τον άνθρωπο, φυλή ή έθνος, επειδή μόνο το μέγιστο εμπόδιο, που μπορούμε να συλλογιστούμε δίχως απελπισία, δίνει στη θέληση την πλήρη έντασή της».
Για τον Μάμφορντ έχει μεγάλη σημασία το αν οι εικόνες αυτές θα δημιουργηθούν από γνήσιους θεατρικούς συγγραφείς, ποιητές και φιλοσόφους ή αν θα δοθούν από υπερπατριώτες, καλαμαράδες, πολιτικούς, διαφημιστές και εμπορευματοποιημένους ‘καλλιτέχνες’.
Έτσι οδηγούμαστε στο εξής: «τα σχέδιά μας για μια καινούργια κοινωνική τάξη πραγμάτων ήταν πληκτικά σαν λάσπη επειδή, πρώτον, ήταν αφηρημένα και ακατάληπτα, και δεν πήραν υπόψη την τεράστια ποικιλία και περιπλοκότητα του περιβάλλοντος του ανθρώπου, και δεύτερον, επειδή δεν δημιούργησαν ζωντανά πρότυπα, που θα κέντριζαν τους ανθρώπους προς μεγάλα πράγματα. ‘Δεν ενημερώνονταν από την επιστήμη και δεν εξευγενίζονταν από τις τέχνες’».
«[Α]υτή η αποτυχία να δημιουργήσουμε ένα κοινό πρότυπο για καλή ζωή σ’ όλες τις περιοχές έκαναν ορισμένες εξαιρετικές προσπάθειες, όπως το κίνημα των κηπουπόλεων, να φαίνονται αδύναμες και αναποτελεσματικές, όταν τις παραβάλλουμε με τις πόλεις, που δημιούργησε ο μεσαιωνικός πολιτισμός, ο οποίος είχε ένα τέτοιο κοινό πρότυπο. Δίχως το κοινό υπόβαθρο των ευτοπικών ειδώλων, όλες μας οι προσπάθειες για αποκατάσταση- η καινούργια αρχιτεκτονική, το κίνημα των κηπουπόλεων, ο εξηλεκτρισμός της βιομηχανίας, η οργάνωση μεγάλων βιομηχανικών συντεχνιών όπως αυτή που έκαναν στην Αγγλία ο Σύλλογος Οικοδόμων και Συναφών Επαγγελμάτων – δίχως, λοιπόν αυτά, τα κοινά είδωλα, όλες οι πρακτικές μας προσπάθειες, είναι ανομοιογενείς, ανακόλουθες και ανολοκλήρωτες».
«Όταν προβάλλουμε το πρότυπο μιας ιδεώδους κοινότητας και τείνουμε να διαμορφώσουμε την συμπεριφορά μας με βάση το πρότυπο αυτό, ξεπερνούμε την κεκτημένη ταχύτητα των κρατούντων θεσμών. Πιστεύω ότι οι ουτοπικοί πατούσαν σε στέρεο έδαφος καθώς ένιωθαν ότι οι άνθρωποι μπορούν να θελήσουν ν΄ αλλάξουν τους θεσμούς και τις συνήθειές της ζωής τους. και οι ουτοπικές φιλοσοφίες ήταν μεγάλη βελτίωση σε σχέση με τα πιο νεφελώδη θρησκευτικά και ηθικά συστήματα του παρελθόντος κατά το ότι έβλεπαν πως ήταν ανάγκη να δώσουν μορφή και ζωή στα ιδεώδη τους. Πράγματι, ίσα ίσα στις απεικονίσεις των ιδεωδών κοινοπολιτειών όπως αυτή του Πλάτωνα συναντήθηκαν το ‘ιδεώδες’ με το ‘πραγματικό’, με το ‘υπαρκτό’».
Όμως το κρίσιμο πρόβλημα όπως σημειώνει ο Μάμφορντ, παραβλέφθηκε. Το πρόβλημα της μετάβασης από ένα σύνολο θεσμών σ’ ένα άλλο, από έναν τρόπο ζωής σ’ έναν άλλο. «Η Πολιτεία του Πλάτωνα, λόγου χάρη, ήταν αρκετά ελκυστικός τόπος, μα διερωτόμαστε, σε ποια ελληνική πόλη του 4ου αι. θα μπορούσε να εφαρμοστεί. Μια μετάβαση απαιτεί όχι μόνο έναν στόχο, αλλά και μια αφετηρία: αν θέλουμε να κινήσουμε τον κόσμο, όπως απειλούσε να κάνει ο Αρχιμήδης με τον μοχλό του, πρέπει να έχουμε ένα έδαφος πάνω στο οποίο να πατούμε σταθερά. Μόνο προσέχοντας τους περιορισμούς της κάθε περιοχής και παίρνοντας υπόψη την ιστορία μπορούμε να κάνουμε την γη να συμφιλιωθεί με τα είδωλα του ανθρώπου. Αυτό είναι ίσως το πιο δύσκολο μάθημα, που πρέπει να μάθουν οι ευτοπικοί».
Έτσι ο Μάμφορντ καταλήγει στην ανάγκη να απορρίψουμε τους κίβδηλους κοινωνικούς μύθους. Αν και θεωρεί ότι οι μύθοι του εθνικού κράτους και του προλεταριάτου δεν πρόκειται να μεταστραφούν σύντομα, θα πρέπει από την άλλη, οι άνθρωποι που είναι ικανοί για πνευματική κριτική, να εγκαταλείψουν τους επιμέρους μύθους, έτσι ώστε να περιπέσουν στην κατάσταση της ‘ακίνδυνης αχρησίας’.
«Η γνώση μας, όμως, της ανθρώπινης συμπεριφοράς μας λέει ότι δεν μπορούμε να παραμερίζουμε παλιούς μύθους δίχως να δημιουργούμε καινούργιους. Οι αγνωστικιστές του 18ου αιώνα πολύ σοφά συνειδητοποίησαν ότι, αν ήθελαν να διατηρήσουν τις αξίες, τις οποίες δημιούργησε ο Θεϊσμός, δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν τον θεό δίχως να τον επανεπινοήσουν εξ αρχής. Όταν προτείνω ν΄ αποστρέψουμε τα μάτια από τους απαρχαιωμένους και ολέθριους κοινωνικούς μύθους, δεν εννοώ ότι πρέπει να παραιτηθούμε από την συνήθεια να φτιάχνουμε μύθους, γιατί καλώς ή κακώς, η συνήθεια αυτή φαίνεται πως ενυπάρχει στην ανθρώπινη ψυχή. Το πιο κοντά, που μπορούμε να φτάσουμε στην ορθολογικότητα, δεν είναι να σβήσουμε τους μύθους μας, αλλά να επιχειρήσουμε να τους ενσταλάξουμε ορθό λόγο, και να τους μετατρέπουμε ή να τους αντικαθιστούμε με άλλους, όταν φαίνεται πως δεν δουλεύουν καλά».
Κι εδώ ακριβώς είναι για τον Μάμφορντ που δρέπουμε ατόφια τα οφέλη της μεγάλης ουτοπικής παράδοσης. «Όταν αποστρέφουμε το βλέμμα από τους κοινωνικούς μύθους που μας εμποδίζουν, δεν πηδούμε με μάτια κλειστά στο κενό: μάλλον συμμαχούμε μ’ έναν διαφορετικής τάξης κοινωνικό μύθο, που πάντοτε τον ζωογονούσαν και τον εμψύχωναν οι τέχνες και οι επιστήμες».
Επομένως, «το είδωλο της ευτοπίας, το οποίο ενδέχεται να προβάλλουμε στην άλφα ή την βήτα περιοχή, δεν είναι άγραφο χαρτί, που μπορεί ο καθένας να το γεμίσει κατά την επιθυμία και την ιδιοτροπία του. ορισμένες γραμμές έχουν ήδη παγιωθεί, ορισμένα κενά έχουν ήδη συμπληρωθεί. Υπάρχει μια συμφωνία όλων των ουτοπικών συγγραφέων στο ότι, πρώτα πρώτα, η γη και οι φυσικοί πόροι ανήκουν αδιαίρετα στην κοινότητα, και όταν ακόμη την δουλεύουν άνθρωποι ή ενώσεις ανθρώπων, όπως στην Ουτοπία ή στην Φρηλανδία, το αυτόματο υπερτίμημα της γης – η πρόσοδος των οικονομολόγων- ανήκει στην κοινότητα ως σύνολο. Υπάρχει και μια άλλη άποψη κοινή στους ουτοπικούς: αφού η γη είναι ιδιοκτησία όλων, η δουλειά είναι κι αυτή κοινή λειτουργία, και κανένας δεν εξαιρείται από μια κάποια σωματική ή πνευματική εργασία εξ αιτίας κληρονομικών προνομίων ή τίτλων, που μπορεί να επιδείξει. Τέλος, σχεδόν εξ ίσου κοινή άποψη των ουτοπικών είναι ότι η διαιώνιση του είδους αφήνει μεγάλα περιθώρια για βελτίωση και ότι η ανθρώπινη γνώση και προνοητικότητα, αν κάτι αξίζουν, πρέπει να εφαρμοστούν στην αναπαραγωγή του είδους έτσι ώστε οι πιο απερίσκεπτοι και οι πιο κακοαναθρεμμένοι να μην επιβαρύνουν την κοινότητα με την υποστήριξη των γόνων τους, την ώρα που οι άνθρωποι με πιο λεπτές ικανότητες παραμελούνται ή αριθμητικώς συνθλίβονται».
Εκτός από τα κοινά σημεία που συμμερίζονται όλοι οι ουτοπικοί, υπάρχουν και τα σημεία που εστίασε ο καθένας ξεχωριστά.
Ο Πλάτωνας στη σημασία της γέννησης και της εκπαίδευσης, δηλαδή σ’ αυτό που λέμε ανατροφή. Ο Μωρ στη σημασία της έκτασης της κοινότητας και των κοινών κτημάτων, προτείνοντας στις τοπικές ομάδες ν’ αναπτύξουν μια κοινή ζωή. Ο Ανδρέε (Χριστιανούπολη) επισημαίνει ότι η καθημερινή ζωή και η εργασία πρέπει να εμποτίζονται από το πνεύμα της επιστήμης. Οι ουτοπίες του 19ου αιώνα τόνισαν ότι η ευτοπία δεν είναι μόνο ζήτημα πνευματικής μεταστροφής, αλλά και οικονομικής και γεωτεχνικής. Οι Τζ. Μπάκιγχαμ και Ε. Χάουαρντ μας έμαθαν ότι «η μεταγραφή του ειδώλου της ευτοπίας με σχέδια και χωρομετρικά διαγράμματα και λεπτομερείς προβολές, όπως αυτές που χρησιμοποιεί ένας πολεοδόμος» κι ότι αν μια ευτοπία δεν είναι βασισμένη σε συγκεκριμένα σχέδια θα συνεχίσει να αιθεροβατεί.
Ακολουθώντας την ουτοπική παράδοση, όπως μας προτρέπει ο Μάμφορντ, «δεν θα ξεφύγουμε μόνο από τις κίβδηλες ουτοπίες, που μας κυβέρνησαν: θα επιστρέψουμε στην πραγματικότητα.» Ίσως μάλιστα αναδημιουργώντας την.
Θα πρέπει επίσης να απορρίψουμε ως μάταιη την άποψη ότι «ένα μόνο κοινωνικό στρώμα, η εργατική τάξη, θα πρέπει να χρησιμεύει ως θεμέλιο της Ευτοπίας μας: η άποψη ότι η εργατική τάξη αποτελείται από εργάτες της πόλης είναι μια ακαταλαβίστικη ανοησία, και μόλις περιλάβουμε σε αυτήν και τον αγροτικό πληθυσμό, έχουμε σχεδόν ξανά από την αρχή την ‘ανθρωπότητα’».
«[Α]ν πρέπει να εντοπίσουμε χωρικά την ευτοπία, δεν θα στηρίζεται στο εθνικό κράτος, γιατί το εθνικό κράτος είναι ένας μύθος, για τον οποίο οι σώφρονες δεν θα θυσιάσουν πια τη ζωή τους, όπως δεν θα έδιναν τα παιδιά τους για να θυσιαστούν σε έναν κάποιο φυλετικό Μολώχ και ένα καλό είδωλο δεν μπορεί να βασίζεται σ’ ένα κακό είδωλο».
Σ’ ότι αφορά την έκταση, θα πρέπει οι “γνήσιες”, όπως τις αποκαλεί, “κοινότητες” να είναι σε «επαρκώς εξακριβώσιμες περιφέρειες, στις οποίες έχει επικρατήσει ένας ορισμένος συνδυασμός εδάφους, κλίματος, βιομηχανίας, θεσμικής ζωής και ιστορικής κληρονομιάς».
Όμως, για τον Μάμφορντ, δεν θα πρέπει να βιαστούμε, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε τη ρήση του Μπλαίηκ: «ένας και ο αυτός νόμος για το λιοντάρι και το βόδι είναι τυραννία».
L. Mumford (1998) [1922] Η ιστορία των ουτοπιών, μτφρ. Β. Τομανάς, Σκόπελος: Νησίδες
